ὑαλοῦς: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_4) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑᾰλοῦς''': ᾶ, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ [[ὑάλεος]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ὑᾰλοῦς''': ᾶ, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ [[ὑάλεος]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ὑελοῡς, -ῆ, -οῡν, και [[ασυναίρετος]] τ. [[ὑάλεος]] και [[υελέος]], -έα, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[γυάλινος]] («ὑαλέην οἰνοδόκον [[κύλικα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαμπρός]], [[διάφανος]] σαν το [[γυαλί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> /-<i>οῦς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρύσ</i>-<i>εος</i> / -<i>οῦς</i>). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. <i>wea</i><sub>2</sub><i>reja</i>, <i>weareja</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. ὑάλεος.
German (Pape)
[Seite 1168] ῆ, οῦν, zusammengezogen statt ὑάλεος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὑᾰλοῦς: ᾶ, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ ὑάλεος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
και ὑελοῡς, -ῆ, -οῡν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, -έα, -ον, Α
1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.)
2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. -εος /-οῦς (πρβλ. χρύσ-εος / -οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. wea2reja, weareja].