πολύβωτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύβωτος''': -ον, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Σεριφίοις» 6, πιθανῶς ἐκ τοῦ [[βόσκω]], ὁ πολλοὺς βόσκων, τρέφων, [[εὔφορος]], εἰρωνικῶς ὡς ἐπίθ. τῆς νήσου Σερίφου, πολύβωτον ποντίαν Σέριφον | |lstext='''πολύβωτος''': -ον, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Σεριφίοις» 6, πιθανῶς ἐκ τοῦ [[βόσκω]], ὁ πολλοὺς βόσκων, τρέφων, [[εὔφορος]], εἰρωνικῶς ὡς ἐπίθ. τῆς νήσου Σερίφου, πολύβωτον ποντίαν Σέριφον | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφει πολλούς<br /><b>2.</b> [[εύφορος]]<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> [[επίθετο]] της νήσου Σερίφου, [[επειδή]] [[είναι]] άγονη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[πολύβοτος]]. Η [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- οφείλεται σε μετρ. λόγους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, prob. from βόσκω,
A many-feeding, ferlile, as ironical epith. of the barren island of Seriphos, Cratin. 211.
German (Pape)
[Seite 660] = πολύβοτος, Cratin. bei Hephaest. p. 89, oder = πολυβόητος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβωτος: -ον, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Σεριφίοις» 6, πιθανῶς ἐκ τοῦ βόσκω, ὁ πολλοὺς βόσκων, τρέφων, εὔφορος, εἰρωνικῶς ὡς ἐπίθ. τῆς νήσου Σερίφου, πολύβωτον ποντίαν Σέριφον
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που τρέφει πολλούς
2. εύφορος
3. ειρων. επίθετο της νήσου Σερίφου, επειδή είναι άγονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πολύβοτος. Η τροπή του -ο- σε -ω- οφείλεται σε μετρ. λόγους].