νευροσύμφορος: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(6_18)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευροσύμφορος''': -ον, ὁ κάμνων τὰ [[νεῦρα]] νὰ πάσχωσιν, ὀργὴν νευροσύμφορον τίκτει ἡ [[πορνεία]] καὶ [[μοιχεία]] Ψευδο-Χρυσ. τ. 7, σ. 498, 8.
|lstext='''νευροσύμφορος''': -ον, ὁ κάμνων τὰ [[νεῦρα]] νὰ πάσχωσιν, ὀργὴν νευροσύμφορον τίκτει ἡ [[πορνεία]] καὶ [[μοιχεία]] Ψευδο-Χρυσ. τ. 7, σ. 498, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[νευροσύμφορος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιφέρει [[βλάβη]] στα [[νεύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[συμφέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νευροσύμφορος: -ον, ὁ κάμνων τὰ νεῦρα νὰ πάσχωσιν, ὀργὴν νευροσύμφορον τίκτει ἡ πορνεία καὶ μοιχεία Ψευδο-Χρυσ. τ. 7, σ. 498, 8.

Greek Monolingual

νευροσύμφορος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει βλάβη στα νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + συμφέρω.