σκαφητός: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_14)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰφητός''': ὁ, [[σκαφετός]], [[σκάπετος]] τὸ σκάπτειν, ἡ [[σκαφεία]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 2, Στράβ. 165.
|lstext='''σκᾰφητός''': ὁ, [[σκαφετός]], [[σκάπετος]] τὸ σκάπτειν, ἡ [[σκαφεία]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 2, Στράβ. 165.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[σκαφή]], [[σκάψιμο]] («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῡ καὶ γυναῑκας ἐπί σκαφητόν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ητός</i>, αναλογικά [[προς]] τα: <i>ἀλο</i>-<i>ητός</i>, <i>γεωργ</i>-<i>ητός</i>, <i>τρυγ</i>-<i>ητός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφητός Medium diacritics: σκαφητός Low diacritics: σκαφητός Capitals: ΣΚΑΦΗΤΟΣ
Transliteration A: skaphētós Transliteration B: skaphētos Transliteration C: skafitos Beta Code: skafhto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = σκαφετός, σκάπετος, hoeing or digging, Thphr.CP3.16.2, SIG963.10 (Amorgos, iv B.C.), PMich.Zen.62.8 (iii B.C.), Str.3.4.17.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, = σκαφετός, σκάπετος, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφητός: ὁ, σκαφετός, σκάπετος τὸ σκάπτειν, ἡ σκαφεία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 2, Στράβ. 165.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
σκαφή, σκάψιμο («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῡ καὶ γυναῑκας ἐπί σκαφητόν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα -ητός, αναλογικά προς τα: ἀλο-ητός, γεωργ-ητός, τρυγ-ητός].