μιαντήριον: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_21)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιαντήριον''': τό, [[μίασμα]], Χειρογρ. ἐν Lambec. Bill. Caes. τ. 8. σ. 207.
|lstext='''μιαντήριον''': τό, [[μίασμα]], Χειρογρ. ἐν Lambec. Bill. Caes. τ. 8. σ. 207.
}}
{{grml
|mltxt=[[μιαντήριον]], τὸ (Μ)<br />[[μίασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μιαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>μιαντήρ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:48, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μιαντήριον: τό, μίασμα, Χειρογρ. ἐν Lambec. Bill. Caes. τ. 8. σ. 207.

Greek Monolingual

μιαντήριον, τὸ (Μ)
μίασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαίνω + επίθημα -τήριον μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαντήρ].