πλακοῦς: Difference between revisions
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλακοῦς''': οῦντος, ὁ· κλητ. πλακοῦ Α. Β. 975· ― συνῃρ. ἐκ τοῦ [[πλακόεις]], πλακωτόν, πλατὺ ζυμαρικόν, Λατ. placenta ([[ἴσως]], ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τοῦ σπόρου μαλάχης, Ἀθήν. 58Ε), [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ., [[οἷον]] πλακοῦντος [[κύκλος]] Ἀχ. 1125· πρβλ. Ἀθήν. σελ. 644-6· π. ἄρτος Φιλητ. [[αὐτόθι]] 645D· ― [[ὡσαύτως]] ἀσυναίρ. [[πλακόεις]], Ἀνθ. Π. 6. 155. ΙΙ. ὁ σπερματικὸς [[τύπος]] τῆς ἡμέρου μαλάχης, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε. | |lstext='''πλακοῦς''': οῦντος, ὁ· κλητ. πλακοῦ Α. Β. 975· ― συνῃρ. ἐκ τοῦ [[πλακόεις]], πλακωτόν, πλατὺ ζυμαρικόν, Λατ. placenta ([[ἴσως]], ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τοῦ σπόρου μαλάχης, Ἀθήν. 58Ε), [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ., [[οἷον]] πλακοῦντος [[κύκλος]] Ἀχ. 1125· πρβλ. Ἀθήν. σελ. 644-6· π. ἄρτος Φιλητ. [[αὐτόθι]] 645D· ― [[ὡσαύτως]] ἀσυναίρ. [[πλακόεις]], Ἀνθ. Π. 6. 155. ΙΙ. ὁ σπερματικὸς [[τύπος]] τῆς ἡμέρου μαλάχης, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[πλακόεις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦντος, ὁ, voc.
A πλακοῦ Theodos.Can.p.3 H.:—contr. from πλακόεις, flat cake (perh. shaped like the mallow-seed, Phan.Hist.29), freq. in Com., πλακοῦντος κύκλος Ar.Ach.1125, cf. Alex.22 (pl., hex.); π. ἄρτος Ath.14.645d: also resolved πλακόεις, AP6.155 (Theodorid.). II the seed of the mallow, which seeds children call cheeses, Phan.Hist.29, Gal.10.113.
German (Pape)
[Seite 624] οῦντος, ὁ, zsgz. aus πλακόεις, vgl. Ath. XIV, 644, Kuchen, wegen der breiten Gestalt, Ar. oft, πλακοῦς πέπεπται, Pax 834, ὀπτᾶν, Ran. 508; oft bei Ath. XIV.
Greek (Liddell-Scott)
πλακοῦς: οῦντος, ὁ· κλητ. πλακοῦ Α. Β. 975· ― συνῃρ. ἐκ τοῦ πλακόεις, πλακωτόν, πλατὺ ζυμαρικόν, Λατ. placenta (ἴσως, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ σπόρου μαλάχης, Ἀθήν. 58Ε), συχν. παρ’ Ἀριστοφ., οἷον πλακοῦντος κύκλος Ἀχ. 1125· πρβλ. Ἀθήν. σελ. 644-6· π. ἄρτος Φιλητ. αὐτόθι 645D· ― ὡσαύτως ἀσυναίρ. πλακόεις, Ἀνθ. Π. 6. 155. ΙΙ. ὁ σπερματικὸς τύπος τῆς ἡμέρου μαλάχης, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.
French (Bailly abrégé)
v. πλακόεις.