μίσυβρις: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μίσυβρῐς''': -ιος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν ὕβριν, τὴν ἀλαζονείαν, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛʹ, 7). | |lstext='''μίσυβρῐς''': -ιος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν ὕβριν, τὴν ἀλαζονείαν, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛʹ, 7). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μίσυβρις]], -ιος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που απεχθάνεται την ύβρη, δηλ. την [[αλαζονεία]], την [[αυθάδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὕβρις]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παύσ</i>-<i>υβρις</i>, <i>φίλ</i>-<i>υβρις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
[μῑ], ιος, ὁ, ἡ,
A hating insolence, LXX 3 Ma.6.9.
German (Pape)
[Seite 192] ιος, Uebermuth hassend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μίσυβρῐς: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν ὕβριν, τὴν ἀλαζονείαν, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛʹ, 7).
Greek Monolingual
μίσυβρις, -ιος, ό, ἡ (Α)
αυτός που απεχθάνεται την ύβρη, δηλ. την αλαζονεία, την αυθάδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ὕβρις (πρβλ. παύσ-υβρις, φίλ-υβρις)].