μελισσοβότανον: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(6_22)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελισσοβότᾰνον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. apiastrum, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 25˙ [[ὡσαύτως]]: μελισσό- ἢ μελίφυλλον, [[μελίτταινα]] ἢ [[μελίκταινα]], [[μέλινον]].
|lstext='''μελισσοβότᾰνον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. apiastrum, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 25· [[ὡσαύτως]]: μελισσό- ἢ μελίφυλλον, [[μελίτταινα]] ἢ [[μελίκταινα]], [[μέλινον]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοβότᾰνον Medium diacritics: μελισσοβότανον Low diacritics: μελισσοβότανον Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΒΟΤΑΝΟΝ
Transliteration A: melissobótanon Transliteration B: melissobotanon Transliteration C: melissovotanon Beta Code: melissobo/tanon

English (LSJ)

τό,

   A balm, Melissa officinalis, Sch. Theoc.4.25.

German (Pape)

[Seite 124] τό, Bienenkraut, Melisse, Schol. Theocr. 4, 25, heißt auch μελισσόφυλλον, auch μελίταινα.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοβότᾰνον: τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. apiastrum, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 25· ὡσαύτως: μελισσό- ἢ μελίφυλλον, μελίτταιναμελίκταινα, μέλινον.