ζά: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζά''': ᾰ, Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, [[ζάβατος]], [[ζάδηλος]], [[ζαελαξάμην]], [[ζάημι]], ζανεκῶς, [[ζύγρα]] (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = [[δίαιτα]]. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν [[μόριον]], = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις [[ζαής]], [[ζάθεος]], [[ζάκοτος]], [[ζαμενής]], [[ζατρεφής]], [[ζαφλεγής]] καὶ [[ζαχρηής]], [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι [[ζαμενέω]]· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος. | |lstext='''ζά''': ᾰ, Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, [[ζάβατος]], [[ζάδηλος]], [[ζαελαξάμην]], [[ζάημι]], ζανεκῶς, [[ζύγρα]] (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = [[δίαιτα]]. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν [[μόριον]], = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις [[ζαής]], [[ζάθεος]], [[ζάκοτος]], [[ζαμενής]], [[ζατρεφής]], [[ζαφλεγής]] καὶ [[ζαχρηής]], [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι [[ζαμενέω]]· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>éol. c.</i> [[διά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Aeol. for διά, rarely as Prep.,
A ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν Theoc.29.6, cf. IG12(2).484.3 (Mytil.); ζὰ νυκτός ap.Jo.Gramm.Comp.3.3; ζὰ χῶρις ἔχην Sapph.Oxy.1787 Fr.3ii 18; ζαβάλλω, ζάημι, etc. 2 as Prefix (cf. διά), very, in Ep. Adjs., ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, etc.; cf. ζαμενέω, ζάπλουτος, ζάφελος.
Greek (Liddell-Scott)
ζά: ᾰ, Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, ζάβατος, ζάδηλος, ζαελαξάμην, ζάημι, ζανεκῶς, ζύγρα (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = δίαιτα. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν μόριον, = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, ζαμενής, ζατρεφής, ζαφλεγής καὶ ζαχρηής, ἴσως ὡσαύτως ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. ὡσαύτως ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι ζαμενέω· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος.
French (Bailly abrégé)
éol. c. διά.