ἀκρόψωλος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_4)
(big3_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρόψωλος''': «ὁ ἐπὶ βραχὺ λειπόδερμος, ἢ ὁ [[ἀσχήμων]] κατὰ παρέκτασιν τοῦ μορίου», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 959 (960).
|lstext='''ἀκρόψωλος''': «ὁ ἐπὶ βραχὺ λειπόδερμος, ἢ ὁ [[ἀσχήμων]] κατὰ παρέκτασιν τοῦ μορίου», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 959 (960).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[desnudo en la punta]]del pene, Sud.s.u. ψωλός.
}}
}}

Revision as of 11:57, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόψωλος Medium diacritics: ἀκρόψωλος Low diacritics: ακρόψωλος Capitals: ΑΚΡΟΨΩΛΟΣ
Transliteration A: akrópsōlos Transliteration B: akropsōlos Transliteration C: akropsolos Beta Code: a)kro/ywlos

English (LSJ)

ον, ψωλός

   A only at the end, Suid. s.v. ψωλός.

German (Pape)

[Seite 85] nach Schol. Ar. Equ. 960 = ἐπὶ βραχὺ ψωλός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόψωλος: «ὁ ἐπὶ βραχὺ λειπόδερμος, ἢ ὁ ἀσχήμων κατὰ παρέκτασιν τοῦ μορίου», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 959 (960).

Spanish (DGE)

-ον desnudo en la puntadel pene, Sud.s.u. ψωλός.