ὄψιμος: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄψῐμος''': -ον, (ὀψὲ) ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ὄψιος]], [[ἀργός]], [[βραδύς]], [[τέρας]] ὄψ., [[σημεῖον]] οὗ ἡ [[ἐκπλήρωσις]] βραδύνει, Ἰλ. Β. 325. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄψιμον, ὀψιτέλεστον· ὀψὲ γεννώμενον, ἢ ὀψὲ ἀρξάμενον καὶ ὀψὲ τελεσθησόμενον». καὶ «[[ὄψιμος]]· [[χρόνιος]], [[βραδύς]]»· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, περὶ τοῦ σπόρου, πότερον ὁ [[πρώιμος]] [[κράτιστος]] ἢ ὁ [[μέσος]] ἢ ὁ ὀψιμώτατος Ξενοφρ. Οἰκ. 17, 4 καὶ 5· αἱ ὄ. συκαῖ Θεοφράστ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 7 (διάφ. γραφὴ ὄψιαι), πρβλ. 7. 4, 11., 7. 10, 1· ἐν τοῖς ὀψ. τῶν ὑδάτων Διόδ. 1. 10· ὑετὸς [[πρώιμος]] καὶ ὄψ. Ἐπιστ. Ἰακώβ. ε΄, 7· - ἐπὶ τῆς ποιητικῆς, τήν τε ποιητικὴν ἀπεφαίνομεν οὐκ ὄψιμον οὐδὲ νεαρὰν ἐπὶ τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας ἀφιγμένην Πλούτ. 2. 674F. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 52.
|lstext='''ὄψῐμος''': -ον, (ὀψὲ) ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ὄψιος]], [[ἀργός]], [[βραδύς]], [[τέρας]] ὄψ., [[σημεῖον]] οὗ ἡ [[ἐκπλήρωσις]] βραδύνει, Ἰλ. Β. 325. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄψιμον, ὀψιτέλεστον· ὀψὲ γεννώμενον, ἢ ὀψὲ ἀρξάμενον καὶ ὀψὲ τελεσθησόμενον». καὶ «[[ὄψιμος]]· [[χρόνιος]], [[βραδύς]]»· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, περὶ τοῦ σπόρου, πότερον ὁ [[πρώιμος]] [[κράτιστος]] ἢ ὁ [[μέσος]] ἢ ὁ ὀψιμώτατος Ξενοφρ. Οἰκ. 17, 4 καὶ 5· αἱ ὄ. συκαῖ Θεοφράστ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 7 (διάφ. γραφὴ ὄψιαι), πρβλ. 7. 4, 11., 7. 10, 1· ἐν τοῖς ὀψ. τῶν ὑδάτων Διόδ. 1. 10· ὑετὸς [[πρώιμος]] καὶ ὄψ. Ἐπιστ. Ἰακώβ. ε΄, 7· - ἐπὶ τῆς ποιητικῆς, τήν τε ποιητικὴν ἀπεφαίνομεν οὐκ ὄψιμον οὐδὲ νεαρὰν ἐπὶ τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας ἀφιγμένην Πλούτ. 2. 674F. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 52.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tardif;<br /><b>2</b> récent;<br /><i>Sp.</i> ὀψιμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψέ]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄψῐμος Medium diacritics: ὄψιμος Low diacritics: όψιμος Capitals: ΟΨΙΜΟΣ
Transliteration A: ópsimos Transliteration B: opsimos Transliteration C: opsimos Beta Code: o)/yimos

English (LSJ)

ον, (ὀψέ) poet. for ὄψιος,

   A late, slow, τέρας ὄ. for (concerned with) a late time, Il.2.325: in Prose, late in the season, σπόρος X.Oec. 17.4, 5, but f.l. for ὄψιος in Thphr.HP1.9.7, al.; of crops, LXX Ex.9.32, PSI4.433.2 (iii B. C.), PCair.Zen.299.2 (iii B. C.); ἐν τοῖς ὀ. τῶν ὑδάτων D.S.1.10; ὑετὸς πρώϊμος καὶ ὄ. Ep.Jac.5.7: Comp., καιρὸς -ώτερος PFay.133.9 (iii A. D.); recent, ποιητική Plu.2.674f. Adv. -μως PTeb. 72.361 (ii B. C.), POxy.474.24 (ii A. D.), Procl. ad Hes.Op.483.

German (Pape)

[Seite 432] poet, = ὄψιος, spät; ὀψιμώτατος σπόρος, dem πρώιμος entggstzt, Xen. Oec. 17, 4; τέρας, ein spät in Erfüllung gehendes Zeichen, Il. 2, 325; auch in sp. Prosa, vgl. Lob. Phryn. 52.

Greek (Liddell-Scott)

ὄψῐμος: -ον, (ὀψὲ) ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄψιος, ἀργός, βραδύς, τέρας ὄψ., σημεῖον οὗ ἡ ἐκπλήρωσις βραδύνει, Ἰλ. Β. 325. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄψιμον, ὀψιτέλεστον· ὀψὲ γεννώμενον, ἢ ὀψὲ ἀρξάμενον καὶ ὀψὲ τελεσθησόμενον». καὶ «ὄψιμος· χρόνιος, βραδύς»· - ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, περὶ τοῦ σπόρου, πότερον ὁ πρώιμος κράτιστος ἢ ὁ μέσος ἢ ὁ ὀψιμώτατος Ξενοφρ. Οἰκ. 17, 4 καὶ 5· αἱ ὄ. συκαῖ Θεοφράστ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 7 (διάφ. γραφὴ ὄψιαι), πρβλ. 7. 4, 11., 7. 10, 1· ἐν τοῖς ὀψ. τῶν ὑδάτων Διόδ. 1. 10· ὑετὸς πρώιμος καὶ ὄψ. Ἐπιστ. Ἰακώβ. ε΄, 7· - ἐπὶ τῆς ποιητικῆς, τήν τε ποιητικὴν ἀπεφαίνομεν οὐκ ὄψιμον οὐδὲ νεαρὰν ἐπὶ τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας ἀφιγμένην Πλούτ. 2. 674F. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tardif;
2 récent;
Sp. ὀψιμώτατος.
Étymologie: ὀψέ.