μεταστρέφω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταστρέφω''': μέλλ. -ψω· παθ. ἀόρ. -εστρέφθην Ἰλ., -εστράφην [ᾰ] Ἀττ. Ὡς καὶ νῦν, [[μεταστρέφω]], «γυρίζω», τῷ κε Ποσειδάων... [[αἶψα]] μεταστρέψειε νόον Ἰλ. Ο. 52· εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου... μεταστρέψῃ φίλον [[ἦτορ]] Κ. 107· μετ. ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ἀριστοφ. Βάτρ. 538· τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς τι Πλάτ. Συμπ. 190Ε. - Παθ., περιστρέφομαι, στρέφομαι [[πέριξ]], ἢ [[ὅπως]] ἀντιμετωπίσω τὸν ἐχθρόν, στῆ δὲ μεταστρεφθεὶς Ἰλ. Λ. 595., Ο. 591, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 211· ἢ [[ὅπως]] φύγω, τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν Ἰλ. Θ. 258., Λ. 447· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] στρέφομαι, στρέφομαι [[ὀπίσω]], Ἡρόδ. 3. 121, Πλάτ. Φαίδων 116D, κτλ.· στρέφομαι, «γυρίζω» ([[ὅπως]] ἴδω ἂν ἀκολουθῇ τις), Δημ. 585. 11, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 125. 2) [[διαστρέφω]], μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῖν καὶ διαβάλλειν Δημ. 1032. 1. 3) [[περιστρέφω]], μεταστρέφοντα τὸν λόγον βασανίζειν Πλάτ. Θεαίτ. 191C· [[ὡσαύτως]], μ. ἄνω καὶ [[κάτω]] ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 272Β· [[ἀνατρέπω]], μ. [[τύχη]] ἅπαντα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. - Παθ., τἄνω [[κάτω]] ὁ [[βίος]] μεταστραφεὶς Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 4. 4) διαστέφω, [[κάμνω]] κακὴν χρῆσιν, [[διαφθείρω]], δύναμιν Πλάτ. Πολ. 367Α. 5) [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 24, πρβλ. 3. 11, 6. - Παθ., ὁρᾷς γὰρ τἄμ’ ὅσῳ μετεστράφη, πῶς μετεβλήθη ἡ [[τύχη]] μου, Εὐρ. Βάκχ. 1330· τὸ ψήφισμ’ [[ὅπως]] μεταστραφείη Ἀριστοφ. Ἀχ. 537. 6) μ. τι [[ἀντί]] τινος, μεταχειρίζομαί τι ἀντὶ ἑτέρου, Πλάτ. Κρατ. 418C. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι πρὸς [[ἄλλην]] διεύθυνσιν, [[μεταβάλλω]] τὸν τρόπον μου, ἦ τι μεταστρέψεις; Ἰλ. Ο. 203· μετοχ. ἀορ. μεταστρέψας, [[τοὐναντίον]], τἀνάπαλιν, οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ ἰσχύϊ καὶ τῇ τέχνῃ οὐκ ὀρθῶς Πλάτ. Γοργ. 456Ε, Πολ. 587D. 2) στρέφομαι πρὸς τιμωρίαν ἢ ἐκδίκησιν, ἐπὶ τῶν θεῶν, μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα Ὀδ. Β. 67· πρβλ. [[μετάτροπος]] 2. 3) [[μετὰ]] γεν., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, οὔθ’ ἱπποδέσμων [[οὔτε]] κολλητῶν ὄχων μεταστρέφουσαι, «φροντίδα ποιούμεναι» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἱππ. 1226· πρβλ. [[μετατρέπω]].
|lstext='''μεταστρέφω''': μέλλ. -ψω· παθ. ἀόρ. -εστρέφθην Ἰλ., -εστράφην [ᾰ] Ἀττ. Ὡς καὶ νῦν, [[μεταστρέφω]], «γυρίζω», τῷ κε Ποσειδάων... [[αἶψα]] μεταστρέψειε νόον Ἰλ. Ο. 52· εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου... μεταστρέψῃ φίλον [[ἦτορ]] Κ. 107· μετ. ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ἀριστοφ. Βάτρ. 538· τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς τι Πλάτ. Συμπ. 190Ε. - Παθ., περιστρέφομαι, στρέφομαι [[πέριξ]], ἢ [[ὅπως]] ἀντιμετωπίσω τὸν ἐχθρόν, στῆ δὲ μεταστρεφθεὶς Ἰλ. Λ. 595., Ο. 591, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 211· ἢ [[ὅπως]] φύγω, τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν Ἰλ. Θ. 258., Λ. 447· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] στρέφομαι, στρέφομαι [[ὀπίσω]], Ἡρόδ. 3. 121, Πλάτ. Φαίδων 116D, κτλ.· στρέφομαι, «γυρίζω» ([[ὅπως]] ἴδω ἂν ἀκολουθῇ τις), Δημ. 585. 11, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 125. 2) [[διαστρέφω]], μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῖν καὶ διαβάλλειν Δημ. 1032. 1. 3) [[περιστρέφω]], μεταστρέφοντα τὸν λόγον βασανίζειν Πλάτ. Θεαίτ. 191C· [[ὡσαύτως]], μ. ἄνω καὶ [[κάτω]] ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 272Β· [[ἀνατρέπω]], μ. [[τύχη]] ἅπαντα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. - Παθ., τἄνω [[κάτω]] ὁ [[βίος]] μεταστραφεὶς Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 4. 4) διαστέφω, [[κάμνω]] κακὴν χρῆσιν, [[διαφθείρω]], δύναμιν Πλάτ. Πολ. 367Α. 5) [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 24, πρβλ. 3. 11, 6. - Παθ., ὁρᾷς γὰρ τἄμ’ ὅσῳ μετεστράφη, πῶς μετεβλήθη ἡ [[τύχη]] μου, Εὐρ. Βάκχ. 1330· τὸ ψήφισμ’ [[ὅπως]] μεταστραφείη Ἀριστοφ. Ἀχ. 537. 6) μ. τι [[ἀντί]] τινος, μεταχειρίζομαί τι ἀντὶ ἑτέρου, Πλάτ. Κρατ. 418C. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι πρὸς [[ἄλλην]] διεύθυνσιν, [[μεταβάλλω]] τὸν τρόπον μου, ἦ τι μεταστρέψεις; Ἰλ. Ο. 203· μετοχ. ἀορ. μεταστρέψας, [[τοὐναντίον]], τἀνάπαλιν, οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ ἰσχύϊ καὶ τῇ τέχνῃ οὐκ ὀρθῶς Πλάτ. Γοργ. 456Ε, Πολ. 587D. 2) στρέφομαι πρὸς τιμωρίαν ἢ ἐκδίκησιν, ἐπὶ τῶν θεῶν, μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα Ὀδ. Β. 67· πρβλ. [[μετάτροπος]] 2. 3) [[μετὰ]] γεν., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, οὔθ’ ἱπποδέσμων [[οὔτε]] κολλητῶν ὄχων μεταστρέφουσαι, «φροντίδα ποιούμεναι» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἱππ. 1226· πρβλ. [[μετατρέπω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταστρέψω, <i>ao.</i> μετέστρεψα, <i>ao.2 Pass.</i> μετεστράφην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> tourner dans un autre sens, retourner, <i>d’où</i><br /><b>1</b> changer : νόον IL les sentiments;<br /><b>2</b> retourner, réfuter (une accusation);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> tourner mal, devenir pire;<br /><b>2</b> se tourner vers ; s’inquiéter de, se soucier de, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταστρέφομαι (<i>ao.</i> Pass. μετεστρέφθην, <i>ao.2</i> μετεστράφην) se détourner, faire volte-face.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[στρέφω]].
}}
}}