τραχώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(6_7)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾱχώδης''': -ες, ὁ ἔχων τραχεῖαν φύσιν, τραχὺς τὴν φύσιν, διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, Θεοφρ. π. Λίθων 400, Διοσκ. 3. 13 (15).
|lstext='''τρᾱχώδης''': -ες, ὁ ἔχων τραχεῖαν φύσιν, τραχὺς τὴν φύσιν, διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, Θεοφρ. π. Λίθων 400, Διοσκ. 3. 13 (15).
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[τρηχώδης]], -ῶδες, Α [[τραχύς]]<br />αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[τραχύς]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχώδης Medium diacritics: τραχώδης Low diacritics: τραχώδης Capitals: ΤΡΑΧΩΔΗΣ
Transliteration A: trachṓdēs Transliteration B: trachōdēs Transliteration C: trachodis Beta Code: traxw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A of rough nature, v. l. in Arist.HA549b14, interpol. in Dsc.3.13.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχώδης: -ες, ὁ ἔχων τραχεῖαν φύσιν, τραχὺς τὴν φύσιν, διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, Θεοφρ. π. Λίθων 400, Διοσκ. 3. 13 (15).

Greek Monolingual

και ιων. τ. τρηχώδης, -ῶδες, Α τραχύς
αυτός που είναι από τη φύση του τραχύς.