ληκύθιον: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληκύθιον''': [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[λήκυθος]], μικρὸν [[φιαλίδιον]] ἐλαίου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1200-1242 (πρβλ. [[λήκυθος]] Ι. 2), Δημ. 736. 7, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., κτλ. 2) = [[λήκυθος]] Ι. 2, Συνέσ. 55C. ΙΙ. [[ὄνομα]] τῆς τροχαϊκῆς ἑφθημιμερίδος λαβούσης τὴν [[ἀρχήν]] της ἐκ τοῦ τύπου, ληκύ | θιον ἀπ | ώλεσ | εν, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἴδε Bentl. εἰς Καλλ. Ἀποσπ. 319. | |lstext='''ληκύθιον''': [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[λήκυθος]], μικρὸν [[φιαλίδιον]] ἐλαίου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1200-1242 (πρβλ. [[λήκυθος]] Ι. 2), Δημ. 736. 7, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., κτλ. 2) = [[λήκυθος]] Ι. 2, Συνέσ. 55C. ΙΙ. [[ὄνομα]] τῆς τροχαϊκῆς ἑφθημιμερίδος λαβούσης τὴν [[ἀρχήν]] της ἐκ τοῦ τύπου, ληκύ | θιον ἀπ | ώλεσ | εν, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἴδε Bentl. εἰς Καλλ. Ἀποσπ. 319. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petite fiole à huile.<br />'''Étymologie:''' [[λήκυθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of λήκυθος,
A small oilflask, Ar.Ra.1200-1246, D.24.114, PTeb.221 (ii B.C.), Anon. ap. Suid., etc. II name for the Trochaic hephthemimer, originating with the form ληκύθιον ἀπώλεσεν in Ar.l.c., Heph.6.2.
German (Pape)
[Seite 39] τό, dim. von λήκυθος, Oelfläschlein, Ar. Ran. 1200 ff., Dem. 24, 114 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ληκύθιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ λήκυθος, μικρὸν φιαλίδιον ἐλαίου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1200-1242 (πρβλ. λήκυθος Ι. 2), Δημ. 736. 7, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., κτλ. 2) = λήκυθος Ι. 2, Συνέσ. 55C. ΙΙ. ὄνομα τῆς τροχαϊκῆς ἑφθημιμερίδος λαβούσης τὴν ἀρχήν της ἐκ τοῦ τύπου, ληκύ
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite fiole à huile.
Étymologie: λήκυθος.