ἐπιβλής: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβλής''': ῆτος, ὁ, ([[ἐπιβάλλω]]) «ὁ τῇ [[θύρα]] ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς [[εἰλάτινος]] Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «[[ἐπιβλής]] εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ [[γλωσσογράφος]] ποιά τις [[δοκός]]», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, [[ἄκρον]] ἐπιβλῆτος [[μεσσόθι]] πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[ἐπίβλητος]], Ἀνθ. Π. 7. 479.
|lstext='''ἐπιβλής''': ῆτος, ὁ, ([[ἐπιβάλλω]]) «ὁ τῇ [[θύρα]] ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς [[εἰλάτινος]] Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «[[ἐπιβλής]] εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ [[γλωσσογράφος]] ποιά τις [[δοκός]]», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, [[ἄκρον]] ἐπιβλῆτος [[μεσσόθι]] πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[ἐπίβλητος]], Ἀνθ. Π. 7. 479.
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ) :<br />verrou.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβλής Medium diacritics: ἐπιβλής Low diacritics: επιβλής Capitals: ΕΠΙΒΛΗΣ
Transliteration A: epiblḗs Transliteration B: epiblēs Transliteration C: epivlis Beta Code: e)piblh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ,

   A bolt or bar fitting into a socket, Il.24.453; sens. obsc., AP5.241 (Eratosth.).    II. cover, ib.7.479 (Theodorid.).    III. ἡ ἐ. (sc. δοκός) cross-beam, Lys.Fr.175 S., IG11.144A58 (Delos, iv B.C.), 22.463.62, 1672.193.

German (Pape)

[Seite 929] ῆτος, ὁ, der vorgeschobene Balken od. Thürriegel, Il. 24, 453; Harpocr. aus Lys. erkl. δοκός. Aehnl. mit obscöner Zweideutigkeit Eratosth. Schol. 1 (V, 242). Bei Theodorid. 18 (VII, 479) πέτρος γυρὴ καὶ ἄτριπτος ἐπιβλής ist es wohl adj. zu nehmen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλής: ῆτος, ὁ, (ἐπιβάλλω) «ὁ τῇ θύρα ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς εἰλάτινος Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «ἐπιβλής εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ γλωσσογράφος ποιά τις δοκός», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, ἄκρον ἐπιβλῆτος μεσσόθι πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = ἐπίβλητος, Ἀνθ. Π. 7. 479.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ) :
verrou.
Étymologie: ἐπιβάλλω.