σκορπιοκτόνον: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_22)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορπιοκτόνον''': τό, συνώνυμον τῷ [[ἡλιοτρόπιον]], παρὰ Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 193.
|lstext='''σκορπιοκτόνον''': τό, συνώνυμον τῷ [[ἡλιοτρόπιον]], παρὰ Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 193.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] ηλιοτρόπιον το μέγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκορπιός]] «ακανθώδες [[φυτό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κτόνον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]])].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιοκτόνον Medium diacritics: σκορπιοκτόνον Low diacritics: σκορπιοκτόνον Capitals: ΣΚΟΡΠΙΟΚΤΟΝΟΝ
Transliteration A: skorpioktónon Transliteration B: skorpioktonon Transliteration C: skorpioktonon Beta Code: skorpiokto/non

English (LSJ)

τό,= ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.4.190 p.338 Wellm.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπιοκτόνον: τό, συνώνυμον τῷ ἡλιοτρόπιον, παρὰ Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 193.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ηλιοτρόπιον το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός «ακανθώδες φυτό» + -κτόνον (< κτείνω)].