δικτυόομαι: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_23) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δικτυόομαι''': κατασκευάζομαι δικτυοειδῶς, Ἑβδ. (3 Βασιλ. ζ΄, 18), Εὐστ. ΙΙ. συλλαμβάνομαι ἐν δικτύῳ, Βάβρ. 107. 11. | |lstext='''δικτυόομαι''': κατασκευάζομαι δικτυοειδῶς, Ἑβδ. (3 Βασιλ. ζ΄, 18), Εὐστ. ΙΙ. συλλαμβάνομαι ἐν δικτύῳ, Βάβρ. 107. 11. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δικτυόομαι:''' Παθ., πιάνομαι στο [[δίχτυ]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A to be wrought in net-work, LXX 3 Ki.7.18(6). II to be caught in a net, Babr.107.11.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυόομαι: κατασκευάζομαι δικτυοειδῶς, Ἑβδ. (3 Βασιλ. ζ΄, 18), Εὐστ. ΙΙ. συλλαμβάνομαι ἐν δικτύῳ, Βάβρ. 107. 11.
Greek Monotonic
δικτυόομαι: Παθ., πιάνομαι στο δίχτυ, σε Βάβρ.