σκωλοβατίζω: Difference between revisions
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκωλοβᾰτίζω''': [[βαδίζω]] ἐπὶ ὑψηλῶν ξύλων ἐχόντων προεξοχήν τινα ἐφ’ ἧς στηρίζεται ὁ [[πούς]], περιπατῶ μὲ ξυλοπόδαρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 155. 39· πρβλ. [[ἀσκωλιάζω]]. | |lstext='''σκωλοβᾰτίζω''': [[βαδίζω]] ἐπὶ ὑψηλῶν ξύλων ἐχόντων προεξοχήν τινα ἐφ’ ἧς στηρίζεται ὁ [[πούς]], περιπατῶ μὲ ξυλοπόδαρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 155. 39· πρβλ. [[ἀσκωλιάζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=marcher avec des échasses.<br />'''Étymologie:''' [[σκῶλος]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
A walk on stilts, Epich.112; cf. ἀσκωλιάζω.
German (Pape)
[Seite 909] = ἀσκωλιάζω, Epicharm. im E. M 155, 39.
Greek (Liddell-Scott)
σκωλοβᾰτίζω: βαδίζω ἐπὶ ὑψηλῶν ξύλων ἐχόντων προεξοχήν τινα ἐφ’ ἧς στηρίζεται ὁ πούς, περιπατῶ μὲ ξυλοπόδαρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 155. 39· πρβλ. ἀσκωλιάζω.