καταγογγύζω: Difference between revisions

19
(6_1)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγογγύζω''': [[γογγύζω]] [[ἐναντίον]] τινός, καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 39). ― Παθ., κατεγογγύσθη ὡς οἱ κλέπτοντες καὶ νοσφιζόμενοι Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 748C, κλ.
|lstext='''καταγογγύζω''': [[γογγύζω]] [[ἐναντίον]] τινός, καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 39). ― Παθ., κατεγογγύσθη ὡς οἱ κλέπτοντες καὶ νοσφιζόμενοι Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 748C, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταγογγύζω]] (AM)<br />[[μουρμουρίζω]] με [[δυσφορία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[επιπλήττω]] κάποιον («καταγογγύζουσι τοῡ Δημητρίου», ΠΔ).
}}
}}