κατεπικύπτω: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(6_2) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατεπικύπτω''': [[κύπτω]] ἐπί τινος, «σκύφτω», Ἑβδ. (Ἐσθ. ε΄, 1). | |lstext='''κατεπικύπτω''': [[κύπτω]] ἐπί τινος, «σκύφτω», Ἑβδ. (Ἐσθ. ε΄, 1). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατεπικύπτω]] (Α)<br />[[σκύβω]] [[πάνω]] σε κάποιον («καὶ κατεπέκυψεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἄβρας τῆς προπορευομένης», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπι</i>-[[κύπτω]] «[[σκύβω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A bow down upon, LXX Es.15.10 (v.l. ἐπέκυψεν).
Greek (Liddell-Scott)
κατεπικύπτω: κύπτω ἐπί τινος, «σκύφτω», Ἑβδ. (Ἐσθ. ε΄, 1).
Greek Monolingual
κατεπικύπτω (Α)
σκύβω πάνω σε κάποιον («καὶ κατεπέκυψεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἄβρας τῆς προπορευομένης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπι-κύπτω «σκύβω πάνω σε κάτι»].