μετακτίζω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(6_2)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακτίζω''': [[μεταφέρω]] ἀποικίαν, [[μετοικίζω]], Πισιδῶν... μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον Στράβ. 631.
|lstext='''μετακτίζω''': [[μεταφέρω]] ἀποικίαν, [[μετοικίζω]], Πισιδῶν... μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον Στράβ. 631.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετακτίζω]] (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναχτίζω]]<br /><b>2.</b> [[οικίζω]] [[ξανά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταφέρω]] [[αποικία]], [[μετοικίζω]] («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακτίζω Medium diacritics: μετακτίζω Low diacritics: μετακτίζω Capitals: ΜΕΤΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: metaktízō Transliteration B: metaktizō Transliteration C: metaktizo Beta Code: metakti/zw

English (LSJ)

   A remove a settlement, εἰς ἕτερον τόπον Str.13.4.17.

German (Pape)

[Seite 148] um-, anderswohin bauen, Strab. XIII, 631.

Greek (Liddell-Scott)

μετακτίζω: μεταφέρω ἀποικίαν, μετοικίζω, Πισιδῶν... μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον Στράβ. 631.

Greek Monolingual

μετακτίζω (ΑM)
μσν.
1. ξαναχτίζω
2. οικίζω ξανά
αρχ.
μεταφέρω αποικία, μετοικίζω («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», Στράβ.).