πραότης: Difference between revisions
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρᾱότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ἡμερότης]], ἀντίθετον τῷ [[χαλεπότης]], Λυσ. 106. 15, Ἰσοκρ. 38C, Πλάτ. Πολ. 558Α, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀγριότης]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· [[κυρίως]] τὸ ἀντίθετον τῆς ὀργιλότητος, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, Ρητορ. 2. 3, 1· ― ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 106Α· πραΰτης [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2788, Ἐκκλ. | |lstext='''πρᾱότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ἡμερότης]], ἀντίθετον τῷ [[χαλεπότης]], Λυσ. 106. 15, Ἰσοκρ. 38C, Πλάτ. Πολ. 558Α, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀγριότης]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· [[κυρίως]] τὸ ἀντίθετον τῆς ὀργιλότητος, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, Ρητορ. 2. 3, 1· ― ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 106Α· πραΰτης [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2788, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[πρᾳότης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A mildness, gentleness, Th.4.108, Lys.6.34, Isoc.3.55, Pl.R.558a, etc.; opp. ἀγριότης, Id.Smp.197d; opp. ὀργιλότης, Arist.EN1125b26; opp. ὀργή, Id.Rh.1380a6: pl., Isoc.5.116: later πραΰτης, LXX Ps.44(45).4, Ep.Gal.5.23 (v.l.), CIG2788 (Aphrodisias).
German (Pape)
[Seite 694] ητος, ἡ, Sanftheit, Milde, nach Arist. Eth. 4, 5 die Tugend, welche eine μεσότης περὶ ὀργῆς ist; Ggstz ἀγριότης, Plat. Conv. 197 d, vgl. Crat. 406 a Theaet. 144 b; καὶ φιλανθρωπία, Dem. 24, 51; Pol. 28, 3, 3 u. Sp., wie Plut., Ggstz ὀργιλότης.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡμερότης, ἀντίθετον τῷ χαλεπότης, Λυσ. 106. 15, Ἰσοκρ. 38C, Πλάτ. Πολ. 558Α, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀγριότης, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· κυρίως τὸ ἀντίθετον τῆς ὀργιλότητος, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, Ρητορ. 2. 3, 1· ― ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 106Α· πραΰτης εἶναι τύπος μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2788, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
c. πρᾳότης.