κανίδιον: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(6_21)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κανίδιον''': τό, [[εἶδος]] μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860.
|lstext='''κανίδιον''': τό, [[εἶδος]] μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860.
}}
{{grml
|mltxt=[[κανίδιον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[καλάθι]], [[κάνιστρο]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] που χρησιμοποιούσαν και ως [[μέτρο]] χωρητικότητας στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάνεον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καπρ</i>-[[ίδιον]], <i>χοιρ</i>-[[ίδιον]])].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κανίδιον: τό, εἶδος μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860.

Greek Monolingual

κανίδιον, τὸ (Α)
πάπ.
1. μικρό καλάθι, κάνιστρο
2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. καπρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].