ὑγρόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_18) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑγρόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰς δηλ. πλαδαρὰς σάρκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 12., 8. 21. 4. | |lstext='''ὑγρόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰς δηλ. πλαδαρὰς σάρκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 12., 8. 21. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑγρόσαρκος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] ότι έχει υγρές σάρκες, [[πλαδαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>, <i>σαρ</i>-<i>κός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παχύ</i>-<i>σαρκος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of flabby flesh, Arist.HA 603b16, 538b9 (Comp.), Hp.Ep.21.
German (Pape)
[Seite 1171] von weichem, zartem, schwammigem Fleische, Arist. H. A. 8, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγρόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰς δηλ. πλαδαρὰς σάρκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 12., 8. 21. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑγρόσαρκος, -ον, ΝΑ
αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει υγρές σάρκες, πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σαρκος (< σαρξ, σαρ-κός), πρβλ. παχύ-σαρκος].