ῥηγμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(6_14) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥηγμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Γραμμ. | |lstext='''ῥηγμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Γραμμ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ῥηχμός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[ρήγμα]], [[χάσμα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ῥηγμίν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> απαθή [[βαθμίδα]] <i>ῥηγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A fissure, γῆ ῥηγμῶν πλήρης PSI4.422.15 (iii B.C.). II = foreg., Hsch.
German (Pape)
[Seite 839] ὁ, = ῥηγμίν, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ῥηγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Γραμμ.
Greek Monolingual
και ῥηχμός, ὁ, Α
1. ρήγμα, χάσμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -μός].