ὑπεροπτικός: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεροπτικός''': -ή, -όν, [[καταφρονητικός]], [[περιφρονητικός]], [[ὑπερήφανος]], Ἰσοκρ. 8D, 283Β, Λουκ., κλπ.· τὸ ὑπεροπτικώτατον Δημ. 218 ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 1, 18. - Συγκρ. -ώτερον Πολυβ. 5. 46, 6· ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 49. 7. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἀδικία]] [[ἕξις]] ὑπ. τῶν νόμων Πλάτ. Ὅροι 416Α.
|lstext='''ὑπεροπτικός''': -ή, -όν, [[καταφρονητικός]], [[περιφρονητικός]], [[ὑπερήφανος]], Ἰσοκρ. 8D, 283Β, Λουκ., κλπ.· τὸ ὑπεροπτικώτατον Δημ. 218 ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 1, 18. - Συγκρ. -ώτερον Πολυβ. 5. 46, 6· ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 49. 7. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἀδικία]] [[ἕξις]] ὑπ. τῶν νόμων Πλάτ. Ὅροι 416Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />méprisant, dédaigneux de, <i>gén;<br />Sp.</i> ὑπεροπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροπτικός Medium diacritics: ὑπεροπτικός Low diacritics: υπεροπτικός Capitals: ΥΠΕΡΟΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hyperoptikós Transliteration B: hyperoptikos Transliteration C: yperoptikos Beta Code: u(peroptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A contemptuous, disdainful, Isoc.1.30, 12.241, Luc.Nigr.1, etc.; ἠπείλησεν ὑπεροπτικά Id.DDeor.21.1; τὸ -ώτατον D.17.26. Adv. -κῶς X.HG7.1.18, Str.8.6.23: Comp. -ώτερον Plb. 5.46.6: Sup. -ώτατα D.C.49.7.    2 c. gen., ἀδικία ἕξις ὑ. νόμων Pl.Def.416a.

German (Pape)

[Seite 1199] ή, όν, Andere zu verachten od. verächtlich zu behandeln gewohnt, dazu geneigt; Isocr. 1, 30; Plat. defin. 416; τοῦ πλείονος, Aristipp. bei D. L. 2, 72; – adv. ὑπεροπτικῶς, τινός, Xen. Hell. 7, 1, 18; ὑπεροπτικώτερον χρῆσθαι τοῖς φίλοις Pol. 5, 46, 6; Luc. Nigr. 1 D. D. 22 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροπτικός: -ή, -όν, καταφρονητικός, περιφρονητικός, ὑπερήφανος, Ἰσοκρ. 8D, 283Β, Λουκ., κλπ.· τὸ ὑπεροπτικώτατον Δημ. 218 ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 1, 18. - Συγκρ. -ώτερον Πολυβ. 5. 46, 6· ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 49. 7. 2) μετὰ γεν., ἀδικία ἕξις ὑπ. τῶν νόμων Πλάτ. Ὅροι 416Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
méprisant, dédaigneux de, gén;
Sp.
ὑπεροπτικώτατος.
Étymologie: ὑπερόψομαι.