ἁρπαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_11)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρπαστικός''': ἡ, όν, οὗ ἡ [[φύσις]] [[εἶναι]] ν’ ἁρπάζῃ, [[ἁρπακτικός]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 47.
|lstext='''ἁρπαστικός''': ἡ, όν, οὗ ἡ [[φύσις]] [[εἶναι]] ν’ ἁρπάζῃ, [[ἁρπακτικός]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 47.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[rapaz]] οἱ εὐκινήτους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες ὀξεῖς, ἁρπαστικοί de las aves de rapiña, Arist.<i>Phgn</i>.813<sup>a</sup>19, κέρδους ἁ. Phld.<i>Oec</i>.69.
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρπᾰστικός Medium diacritics: ἁρπαστικός Low diacritics: αρπαστικός Capitals: ΑΡΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: harpastikós Transliteration B: harpastikos Transliteration C: arpastikos Beta Code: a(rpastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A rapacious, like birds of prey, Arist.Phgn.813a19; κέρδους Phld. Oec.p.69J.

German (Pape)

[Seite 358] räuberisch, Arist. Physiogn. 6, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπαστικός: ἡ, όν, οὗ ἡ φύσις εἶναι ν’ ἁρπάζῃ, ἁρπακτικός, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 47.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
rapaz οἱ εὐκινήτους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες ὀξεῖς, ἁρπαστικοί de las aves de rapiña, Arist.Phgn.813a19, κέρδους ἁ. Phld.Oec.69.