ὑποχάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποχάζομαι''': ἀόρ. -κεκαδόμην ἀποθ., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, κοινῶς «τραβιοῦμαι ’[[πίσω]]», ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο, «ὑπεσκεδάσθησαν» (Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ. 498· καί οἱ (δηλ. τῃ μητρὶ τῶν θεῶν) [[Ζεὺς]] ὑποχάζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1101. | |lstext='''ὑποχάζομαι''': ἀόρ. -κεκαδόμην ἀποθ., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, κοινῶς «τραβιοῦμαι ’[[πίσω]]», ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο, «ὑπεσκεδάσθησαν» (Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ. 498· καί οἱ (δηλ. τῃ μητρὶ τῶν θεῶν) [[Ζεὺς]] ὑποχάζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1101. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=céder la place, céder devant, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], χάζομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. -κεκαδόμην (v. infr.):—
A give way before some one, ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο Il.4.497; καί οἱ . . Ζεὺς . . ὑποχάζεται A.R. 1.1101.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχάζομαι: ἀόρ. -κεκαδόμην ἀποθ., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, κοινῶς «τραβιοῦμαι ’πίσω», ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο, «ὑπεσκεδάσθησαν» (Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ. 498· καί οἱ (δηλ. τῃ μητρὶ τῶν θεῶν) Ζεὺς ὑποχάζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1101.
French (Bailly abrégé)
céder la place, céder devant, τινι.
Étymologie: ὑπό, χάζομαι.