κατώρης: Difference between revisions
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(6_7) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατώρης''': -ες, = [[κατήρης]], «[[κάτω]] ῥέπων» Ἡσύχ., μετ’ ἐσφαλ. τονισμοῦ κατωρής· ἴδε Λοβεκ. Ἀνθ. Π. 275. | |lstext='''κατώρης''': -ες, = [[κατήρης]], «[[κάτω]] ῥέπων» Ἡσύχ., μετ’ ἐσφαλ. τονισμοῦ κατωρής· ἴδε Λοβεκ. Ἀνθ. Π. 275. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατώρης]], -ώρες (Α)<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[κατάρης]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάτω]] ῥέπων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ώρης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὄρνυμαι</i> «[[εξορμώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτ</i>-<i>ώρης</i>, <i>νε</i>-<i>ώρης</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = κάτω ῥέπων, Hsch. (κατωρής cod.).
Greek (Liddell-Scott)
κατώρης: -ες, = κατήρης, «κάτω ῥέπων» Ἡσύχ., μετ’ ἐσφαλ. τονισμοῦ κατωρής· ἴδε Λοβεκ. Ἀνθ. Π. 275.
Greek Monolingual
κατώρης, -ώρες (Α)
1. δ. γρφ. του κατάρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτ-ώρης, νε-ώρης. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].