χωρίτης: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωρίτης''': [ῐ], -ου, ὁ, [[ἀγρότης]], [[χωρικός]], «χωριάτης», Σοφοκλ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, ἐν τέλει, Ἀνθ. Π. 7. 657· - θηλ. -ῖτις, -ιδος, [[κόρη]] χωρική, «χωριατοποῦλα», Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 13. 2) ὁ κατοικῶν ἔν τινι τόπῳ ἢ [[χώρα]], [[κάτοικος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 1035· χ. [[δράκων]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 121, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 219. | |lstext='''χωρίτης''': [ῐ], -ου, ὁ, [[ἀγρότης]], [[χωρικός]], «χωριάτης», Σοφοκλ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, ἐν τέλει, Ἀνθ. Π. 7. 657· - θηλ. -ῖτις, -ιδος, [[κόρη]] χωρική, «χωριατοποῦλα», Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 13. 2) ὁ κατοικῶν ἔν τινι τόπῳ ἢ [[χώρα]], [[κάτοικος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 1035· χ. [[δράκων]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 121, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 219. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la campagne, cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A countryman, rustic, boor, S.Fr.21, X.HG3.2.31, AP7.657 (Leon.), Muson. Fr.11p.60H.:—fem. χωρ-ῖτις, -ιδος, a country girl, Luc.DDeor.20.13. 2 one dwelling in a place or country, inhabitant, A.Eu.1035 (lyr.); χ. δράκων Id.Fr.123, cf. S.Fr.226. 3 inhabitant of a country town (χῶρος 11.4), οἱ χ. οἱ Ζελειτῶν, opp. οἱ κωμῆται οἱ Συκηνῶν, LW1534 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 1388] ὁ, fem. χωρῖτις, 1) Landbewohner, Einwohner, Aesch. Eum. 988; Landmann, Bauer, Xen. Hell. 3, 2,22; Sp., wie Plut. Sull. 7; Bäuerinn, Luc. D. D. 20, 13. – 2) als adj., ländlich, bäuerlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωρίτης: [ῐ], -ου, ὁ, ἀγρότης, χωρικός, «χωριάτης», Σοφοκλ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, ἐν τέλει, Ἀνθ. Π. 7. 657· - θηλ. -ῖτις, -ιδος, κόρη χωρική, «χωριατοποῦλα», Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 13. 2) ὁ κατοικῶν ἔν τινι τόπῳ ἢ χώρα, κάτοικος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1035· χ. δράκων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 121, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 219.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant de la campagne, cultivateur.
Étymologie: χωρίον.