3,273,520
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥικνόομαι''': Παθ. (ῥικνὸς) [[γίνομαι]] [[ῥικνός]], «ζαρώνω» ἐκ παγετοῦ, καύσωνος ἢ [[γήρως]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 5, Ὀππ. Ἁλ. 5. 592· μεταφορ., ἐπὶ ἱματίων, Ἐπιφάν. ΙΙ. ὀρχοῦμαι ποιῶν ἀσέμνους συστροφὰς τοῦ σώματος, Σοφ. Ἀποσπ. 297, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 8· [[ὅθεν]] καὶ ὁ [[Βάκχος]] λέγεται γήραϊ [[ῥικνώδης]] ἐν Ἀνθ. Π. 5. 273. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοῦσθαι· διέλκεσθαι, καὶ παντοδαπῶς διαφέρεσθαι κατ’ [[εἶδος]]», καὶ «ῥικνοῦται· λεπτύνεται. ἐπὶ τῶν ὀστέων τῶν γερόντων». | |lstext='''ῥικνόομαι''': Παθ. (ῥικνὸς) [[γίνομαι]] [[ῥικνός]], «ζαρώνω» ἐκ παγετοῦ, καύσωνος ἢ [[γήρως]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 5, Ὀππ. Ἁλ. 5. 592· μεταφορ., ἐπὶ ἱματίων, Ἐπιφάν. ΙΙ. ὀρχοῦμαι ποιῶν ἀσέμνους συστροφὰς τοῦ σώματος, Σοφ. Ἀποσπ. 297, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 8· [[ὅθεν]] καὶ ὁ [[Βάκχος]] λέγεται γήραϊ [[ῥικνώδης]] ἐν Ἀνθ. Π. 5. 273. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοῦσθαι· διέλκεσθαι, καὶ παντοδαπῶς διαφέρεσθαι κατ’ [[εἶδος]]», καὶ «ῥικνοῦται· λεπτύνεται. ἐπὶ τῶν ὀστέων τῶν γερόντων». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />danser en se courbant <i>ou</i> se tordant.<br />'''Étymologie:''' [[ῥικνός]]. | |||
}} | }} |