σιωπητέος: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιωπητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, [[αὐτόθι]] 6.
|lstext='''σιωπητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, [[αὐτόθι]] 6.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[σιωπάω]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπητέος Medium diacritics: σιωπητέος Low diacritics: σιωπητέος Capitals: ΣΙΩΠΗΤΕΟΣ
Transliteration A: siōpētéos Transliteration B: siōpēteos Transliteration C: siopiteos Beta Code: siwphte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be passed over in silence, Luc.Hist. Conscr.27.    II σιωπητέον, one must pass over in silence, ib.6.

Greek (Liddell-Scott)

σιωπητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, αὐτόθι 6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de σιωπάω.