ἐρυθροβαφής: Difference between revisions

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
(6_7)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρυθροβαφής''': -ές, κοκκινοβαμμένος, Εὐστ. 6. 8.
|lstext='''ἐρυθροβαφής''': -ές, κοκκινοβαμμένος, Εὐστ. 6. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Μ [[ἐρυθροβαφής]], -ές)<br />[[βαμμένος]] με κόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βαφή]].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροβᾰφής Medium diacritics: ἐρυθροβαφής Low diacritics: ερυθροβαφής Capitals: ΕΡΥΘΡΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: erythrobaphḗs Transliteration B: erythrobaphēs Transliteration C: erythrovafis Beta Code: e)ruqrobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A red-dyed, Eust.6.8.

German (Pape)

[Seite 1036] ές, rothgefärbt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροβαφής: -ές, κοκκινοβαμμένος, Εὐστ. 6. 8.

Greek Monolingual

-ές (Μ ἐρυθροβαφής, -ές)
βαμμένος με κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -βαφής < βαφή.