ποίμανσις: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(6_8)
 
(33)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποίμανσις''': -εως, ἡ, τὸ ποιμαίνειν, κυβερνᾶν, Γεωργ. Παχυμ. [[βίος]] Ἀνδρ. Παλαιολ. σ. 101Β, κλπ.
|lstext='''ποίμανσις''': -εως, ἡ, τὸ ποιμαίνειν, κυβερνᾶν, Γεωργ. Παχυμ. [[βίος]] Ἀνδρ. Παλαιολ. σ. 101Β, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-άνσεως, ἡ, Μ [[ποιμαίνω]]<br />(για πνευματικούς ή θρησκευτικούς αρχηγούς) η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ποιμαίνω]], [[καθοδήγηση]].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ποίμανσις: -εως, ἡ, τὸ ποιμαίνειν, κυβερνᾶν, Γεωργ. Παχυμ. βίος Ἀνδρ. Παλαιολ. σ. 101Β, κλπ.

Greek Monolingual

-άνσεως, ἡ, Μ ποιμαίνω
(για πνευματικούς ή θρησκευτικούς αρχηγούς) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ποιμαίνω, καθοδήγηση.