πάροινος: Difference between revisions
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάροινος''': -ον, = [[παροινικός]], Πρατίν. 1. 10, Λυσίας, 101. 20, Ἀντιφάν. ἐν «Λυδῷ» 1, κλ.· - Ἐπίρρ. -νως, [[Πολυδ]]. Ϛ΄ , 21 ΙΙ. = [[παροίνιος]] ΙΙ, [[ὄρχησις]] Ἀθήν. 629Ε, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πάροινος]]· [[ἁμαρτωλός]], [[μεθυστής]]. [[ὑβριστής]], [[λοίδορος]]. [[ἔκλυτος]]». | |lstext='''πάροινος''': -ον, = [[παροινικός]], Πρατίν. 1. 10, Λυσίας, 101. 20, Ἀντιφάν. ἐν «Λυδῷ» 1, κλ.· - Ἐπίρρ. -νως, [[Πολυδ]]. Ϛ΄ , 21 ΙΙ. = [[παροίνιος]] ΙΙ, [[ὄρχησις]] Ἀθήν. 629Ε, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πάροινος]]· [[ἁμαρτωλός]], [[μεθυστής]]. [[ὑβριστής]], [[λοίδορος]]. [[ἔκλυτος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />ivre.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἶνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = παροινικός, Pratin.Lyr.1.8. Lys.4.8, Antiph. 146, etc. ; μάχαι π. Anacreont.40.12 ;τὸ σὸν π. Men.Pk.444. Adv. -νως Poll.6.21. II = παροίνιος11, ὄρχησις Ath. 14.629e.
German (Pape)
[Seite 525] = παροίνιος; ἄνθρωπος, Antiphan. bei Ath. X, 445 c; Lys. 4, 8; καὶ μέθυσος, Luc. Tim. 55; a. Sp.; μάχη, beim Wein, Anacr. 40, 12; λήρησις, Plut. Symp. 8 prooem. – Auch adv., Poll. 6, 21.
Greek (Liddell-Scott)
πάροινος: -ον, = παροινικός, Πρατίν. 1. 10, Λυσίας, 101. 20, Ἀντιφάν. ἐν «Λυδῷ» 1, κλ.· - Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Ϛ΄ , 21 ΙΙ. = παροίνιος ΙΙ, ὄρχησις Ἀθήν. 629Ε, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάροινος· ἁμαρτωλός, μεθυστής. ὑβριστής, λοίδορος. ἔκλυτος».