συνυπάρχω: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_3) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνυπάρχω''': [[ὑπάρχω]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 9, 3, Πολύβ. 12. 18, 3, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 2· τινί, μετά τινος, Φίλων 2. 620. | |lstext='''συνυπάρχω''': [[ὑπάρχω]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 9, 3, Πολύβ. 12. 18, 3, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 2· τινί, μετά τινος, Φίλων 2. 620. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[ὑπάρχω]]<br />[[υπάρχω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
A exist together, coexist, Arist.EE1241b27, Thphr.Vent.21, Plb.6.39.2, Ph.2.507, Gal.6.441, Arr.Epict.2.1.2; ἀλλήλοις with one another, S.E.P.2.144; ἀναγκαῖον ἀνθρώποις συνυπάρξαι τὰς τέχνας Ph.2.512, cf. Gal.16.555, al.
Greek (Liddell-Scott)
συνυπάρχω: ὑπάρχω ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 9, 3, Πολύβ. 12. 18, 3, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 2· τινί, μετά τινος, Φίλων 2. 620.