σχολασμός: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
(6_14)
 
(40)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχολασμός''': ὁ, αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δεν εἶχε, τελειωμὸν δὲν εἶχεν, Ἀκρ. [[ἔπος]] ἔκδ. Ἀντ. Μηλιαράκη στίχ. 2672.
|lstext='''σχολασμός''': ὁ, αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δεν εἶχε, τελειωμὸν δὲν εἶχεν, Ἀκρ. [[ἔπος]] ἔκδ. Ἀντ. Μηλιαράκη στίχ. 2672.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ [[σχολάζω]]<br />[[σταμάτημα]], [[τελειωμός]] («αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δὲν εἶχε», Διγεν. Ακρ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:57, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σχολασμός: ὁ, αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δεν εἶχε, τελειωμὸν δὲν εἶχεν, Ἀκρ. ἔπος ἔκδ. Ἀντ. Μηλιαράκη στίχ. 2672.

Greek Monolingual

ὁ, Μ σχολάζω
σταμάτημα, τελειωμός («αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δὲν εἶχε», Διγεν. Ακρ.).