μοιραγέτης: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(6_19) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοιρᾱγέτης''': -ου, Ἰων. -ηγέτης, εω, Δωρ. -ᾱγέτας, α, ὁ, ὁ ὁδηγῶν τὴν μοῖραν, τὸ πεπρωμένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς ὡς ἡγέτου τῶν Μοιρῶν, Παυσ. 5. 15, 5., 8. 37, 1· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν 10. 24, 4, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 20· πολέων μ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1127. | |lstext='''μοιρᾱγέτης''': -ου, Ἰων. -ηγέτης, εω, Δωρ. -ᾱγέτας, α, ὁ, ὁ ὁδηγῶν τὴν μοῖραν, τὸ πεπρωμένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς ὡς ἡγέτου τῶν Μοιρῶν, Παυσ. 5. 15, 5., 8. 37, 1· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν 10. 24, 4, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 20· πολέων μ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1127. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοιραγέτης]] και ιων. τ. [[μοιρηγέτης]], -εω, και δωρ. τ. μοιραγέτας, -α, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] [[κυρίως]] του [[Διός]] ως αρχηγού τών Μοιρών) αυτός που οδηγεί το πεπρωμένο, την [[ειμαρμένη]], τη [[μοίρα]] («ἔστι [[βωμός]], [[ἐπίγραμμα]] δὲ ἐπ' αύτῷ Μοιραγέτα», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους ανθρώπους) αυτός που κανονίζει ή ρυθμίζει τη [[μοίρα]] του άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοίρα]] <span style="color: red;">+</span> <i>ᾱγέτης</i> / [[ἡγέτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νυμφ</i>-<i>αγέτης</i>, <i>ξεν</i>-<i>αγέτης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, Ion. μοιρ-ηγέτης, εω, Dor. μοιρ-ᾱγέτας, α, ὁ,
A guide of fate, of Zeus, as presiding over the Μοῖραι, IG12.80.12, Paus. 5.15.5, 8.37.1; of Apollo, Id.10.24.4; δαίμονες μ. Alciphr.1.20, cf. Iamb.Myst.8.8; πολέων μ. A.R.1.1127 (pl.).
German (Pape)
[Seite 198] ὁ, Führer, Lenker des Schicksals, Beiname des Zeus und des Apollon, Paus. 5, 15, 5. 10, 24, 4; μοιραῖοι θεοὶ καὶ μοιραγέται δαίμονες vrbdt Alciphr. 1, 20. Vgl. μοιρηγέτης.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρᾱγέτης: -ου, Ἰων. -ηγέτης, εω, Δωρ. -ᾱγέτας, α, ὁ, ὁ ὁδηγῶν τὴν μοῖραν, τὸ πεπρωμένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς ὡς ἡγέτου τῶν Μοιρῶν, Παυσ. 5. 15, 5., 8. 37, 1· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν 10. 24, 4, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 20· πολέων μ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1127.
Greek Monolingual
μοιραγέτης και ιων. τ. μοιρηγέτης, -εω, και δωρ. τ. μοιραγέτας, -α, ὁ (Α)
1. (ως προσωνυμία κυρίως του Διός ως αρχηγού τών Μοιρών) αυτός που οδηγεί το πεπρωμένο, την ειμαρμένη, τη μοίρα («ἔστι βωμός, ἐπίγραμμα δὲ ἐπ' αύτῷ Μοιραγέτα», Παυσ.)
2. (για τους ανθρώπους) αυτός που κανονίζει ή ρυθμίζει τη μοίρα του άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα + ᾱγέτης / ἡγέτης (πρβλ. νυμφ-αγέτης, ξεν-αγέτης)].