ἀττέλαβος: Difference between revisions
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀττέλαβος''': Ἰων. -εβος, ὁ, [[εἶδος]] ἀπτέρου ἀκρίδος, Ἡρόδ. 4. 172, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 29., 5. 30, 4, «[[ἀττέλαβος]]· ἀκρὶς μικρά· καὶ [[εἶδος]] κνωδάλου, ζώου μικροῦ καὶ λεπτοῦ» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀττέλαβος''': Ἰων. -εβος, ὁ, [[εἶδος]] ἀπτέρου ἀκρίδος, Ἡρόδ. 4. 172, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 29., 5. 30, 4, «[[ἀττέλαβος]]· ἀκρὶς μικρά· καὶ [[εἶδος]] κνωδάλου, ζώου μικροῦ καὶ λεπτοῦ» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de sauterelle (sans ailes LSJ), <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἀττέλ-εβος (both forms in LXX Na.3.17 codd.), ὁ,
A locust, Hdt.4.172, Arist.HA550b32, 556a8, Thphr.Fr.174.3, Plu.2.636e:— also ἀττελάβη· ἀκρίδας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 390] ὁ, eine ungeflügelte Heuschreckenart, Lucill. 69 (XI, 265).
Greek (Liddell-Scott)
ἀττέλαβος: Ἰων. -εβος, ὁ, εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, Ἡρόδ. 4. 172, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 29., 5. 30, 4, «ἀττέλαβος· ἀκρὶς μικρά· καὶ εἶδος κνωδάλου, ζώου μικροῦ καὶ λεπτοῦ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de sauterelle (sans ailes LSJ), insecte.
Étymologie: DELG emprunt.