ἀνέλλην: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέλλην''': ὁ, ἡ, ὁ μὴ [[Ἕλλην]], [[ξένος]]· ὅμιλον ἀνέλληνα στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 234· ἀλλ’ ὁ Βόθιος διώρθωσε ἀνελληνόστολον [[μετὰ]] ἱματισμοῦ μὴ Ἑλληνικοῦ. | |lstext='''ἀνέλλην''': ὁ, ἡ, ὁ μὴ [[Ἕλλην]], [[ξένος]]· ὅμιλον ἀνέλληνα στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 234· ἀλλ’ ὁ Βόθιος διώρθωσε ἀνελληνόστολον [[μετὰ]] ἱματισμοῦ μὴ Ἑλληνικοῦ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ηνος (ὁ, ἡ)<br />non grec, barbare.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[Ἕλλην]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
ηνος, ὁ, ἡ,
A un-Greek, outlandish, ὅμιλον ἀνέλληνα στόλον A.Supp.234 (ἀνελληνόστολον Bothe).
German (Pape)
[Seite 222] ηνος, ungriechisch, στόλος Aesch. Suppl. 231.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλλην: ὁ, ἡ, ὁ μὴ Ἕλλην, ξένος· ὅμιλον ἀνέλληνα στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 234· ἀλλ’ ὁ Βόθιος διώρθωσε ἀνελληνόστολον μετὰ ἱματισμοῦ μὴ Ἑλληνικοῦ.
French (Bailly abrégé)
ηνος (ὁ, ἡ)
non grec, barbare.
Étymologie: ἀ, Ἕλλην.