δαγύς: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾱγύς''': ῦδος, ἡ, ἐκ κηροῦ πλαγγ ὼν χρησιμεύουσα εἰς μαγικὰς τελετάς, Θεόκρ. 2. 110· [[ἔνθα]] ἕτεροι δατύς. (Πιθ. [[λέξις]] Θεσσαλ., πρβλ. Voss Βεργ. Ἐκλ. 2. 73), πρβλ. [[κοροκόσμιον]].
|lstext='''δᾱγύς''': ῦδος, ἡ, ἐκ κηροῦ πλαγγ ὼν χρησιμεύουσα εἰς μαγικὰς τελετάς, Θεόκρ. 2. 110· [[ἔνθα]] ἕτεροι δατύς. (Πιθ. [[λέξις]] Θεσσαλ., πρβλ. Voss Βεργ. Ἐκλ. 2. 73), πρβλ. [[κοροκόσμιον]].
}}
{{bailly
|btext=ῦδος (ἡ) :<br />poupée de cire en usage dans les opérations de magie.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym.
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾱγύς Medium diacritics: δαγύς Low diacritics: δαγύς Capitals: ΔΑΓΥΣ
Transliteration A: dagýs Transliteration B: dagys Transliteration C: dagys Beta Code: dagu/s

English (LSJ)

ῦδος, ἡ,

   A wax doll, used in magic rites, puppet, Theoc.2.110.

German (Pape)

[Seite 513] ῦδος, ἡ, eine wächserne Puppe der Zauberer, Theocr. 2, 110 (die Lesart δατύς des Hesych. ist minder gut), scheint thessalisch, vgl. κοροκόσμιον.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱγύς: ῦδος, ἡ, ἐκ κηροῦ πλαγγ ὼν χρησιμεύουσα εἰς μαγικὰς τελετάς, Θεόκρ. 2. 110· ἔνθα ἕτεροι δατύς. (Πιθ. λέξις Θεσσαλ., πρβλ. Voss Βεργ. Ἐκλ. 2. 73), πρβλ. κοροκόσμιον.

French (Bailly abrégé)

ῦδος (ἡ) :
poupée de cire en usage dans les opérations de magie.
Étymologie: DELG pas d’étym.