ἔφιππος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔφιππος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, «Εὔπολις Αἰξίν» Φώτ., Πλούτ. 2. 306Ε, κτλ.· ἐφ. ὄντες, ἀντίθετον τῷ ὁπλιτεύοντες, Λυσ. 140. 21 Βεκκῆρος· ἀνδριὰς [[ἔφιππος]], Πλουτ. Ποπλικ. 19· [[ἔφιππος]] εἰκὼν [[χαλκῆ]], ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 22. 2) [[κλύδων]] [[ἔφιππος]], μεταφ., ὁρμητικὸν [[κῦμα]] ἁρμάτων, παρεὶς [[κλύδων]]’ [[ἔφιππον]] ἐν μέσῳ κυκώμενον Σοφ. Ἠλ. 733. ΙΙ. «ἀγὼν γυμναστικὸς Λάκωσιν» Ἡσύχ.
|lstext='''ἔφιππος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, «Εὔπολις Αἰξίν» Φώτ., Πλούτ. 2. 306Ε, κτλ.· ἐφ. ὄντες, ἀντίθετον τῷ ὁπλιτεύοντες, Λυσ. 140. 21 Βεκκῆρος· ἀνδριὰς [[ἔφιππος]], Πλουτ. Ποπλικ. 19· [[ἔφιππος]] εἰκὼν [[χαλκῆ]], ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 22. 2) [[κλύδων]] [[ἔφιππος]], μεταφ., ὁρμητικὸν [[κῦμα]] ἁρμάτων, παρεὶς [[κλύδων]]’ [[ἔφιππον]] ἐν μέσῳ κυκώμενον Σοφ. Ἠλ. 733. ΙΙ. «ἀγὼν γυμναστικὸς Λάκωσιν» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui va à cheval;<br /><b>2</b> équestre (statue);<br /><b>3</b> [[κλύδων]] [[ἔφιππος]] SOPH torrent de chars et de chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἵππος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφιππος Medium diacritics: ἔφιππος Low diacritics: έφιππος Capitals: ΕΦΙΠΠΟΣ
Transliteration A: éphippos Transliteration B: ephippos Transliteration C: efippos Beta Code: e)/fippos

English (LSJ)

ον,

   A on horseback, riding, Eup.27; ἔ. εἰς τὸν τόπον ἠνέχθη Plu.2.306f; ἔ. ὄντες, opp. ὁπλιτεύοντες, Lys.14.10 (as v.l.); ἀνδριὰς ἔ. an equestrian statue, Plu.Publ.19; ἔ. εἰκὼν χαλκῆ Id.Fab.22 (so, with εἰκών omitted, PSI 3.204.6 (ii A.D.)); βίος Philostr.Her.19.19.    2 κλύδων ἔ. a rushing wave of horses, S.El.733.

German (Pape)

[Seite 1119] zu Pferde, beritten, Xen. Cyr. 4, 2, 1, v. l. εὔιππος; = ἱππεύων, Lys. 14, 10; κλύδων' ἔφιππον Soph. El. 723, Getümmel, Verwirrung der Wagen u. Rosse; Plut. u. a. Sp., ἀνδριάς Plut. Popl. 19, wie εἰκών Fab. 22, Reiterstatue; – τὸ ἔφιππον, = ἐφίππιον, D. C. 63, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφιππος: -ον, ὡς καὶ νῦν, «Εὔπολις Αἰξίν» Φώτ., Πλούτ. 2. 306Ε, κτλ.· ἐφ. ὄντες, ἀντίθετον τῷ ὁπλιτεύοντες, Λυσ. 140. 21 Βεκκῆρος· ἀνδριὰς ἔφιππος, Πλουτ. Ποπλικ. 19· ἔφιππος εἰκὼν χαλκῆ, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 22. 2) κλύδων ἔφιππος, μεταφ., ὁρμητικὸν κῦμα ἁρμάτων, παρεὶς κλύδωνἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον Σοφ. Ἠλ. 733. ΙΙ. «ἀγὼν γυμναστικὸς Λάκωσιν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui va à cheval;
2 équestre (statue);
3 κλύδων ἔφιππος SOPH torrent de chars et de chevaux.
Étymologie: ἐπί, ἵππος.