ἀμφικτίονες: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφικτίονες''': -ων, οἱ, (ἴδε ἐν λ. [[κτίζω]]), οἱ [[πέριξ]], οἱ πλησίον οἰκοῦντες, οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 8. 104, Πινδ. ΙΙ. 4. 118, 10, 12, Ν. 6. 40· πρβλ. τὸ ἑπόμενον καὶ ἴδε [[περικτίονες]]. | |lstext='''ἀμφικτίονες''': -ων, οἱ, (ἴδε ἐν λ. [[κτίζω]]), οἱ [[πέριξ]], οἱ πλησίον οἰκοῦντες, οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 8. 104, Πινδ. ΙΙ. 4. 118, 10, 12, Ν. 6. 40· πρβλ. τὸ ἑπόμενον καὶ ἴδε [[περικτίονες]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />qui habitent autour, voisins.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], *κτίω, cf. [[κτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
or ἀμφι-κτύονες, ων, οἱ, (v. κτίζω)
A they that dwell round or near, next neighbours, Hdt.8.104, Pi.P.4.66, 10.8, N.6.39; cf. sq. (Accented -κτιών or -κτυών by Hdn.Gr.2.724, 1.22, and some codd.)
German (Pape)
[Seite 140] οἱ, Umwohner, Gränznachbarn, Pind. I. 3, 26 u. öfter; Her. 8, 104.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικτίονες: -ων, οἱ, (ἴδε ἐν λ. κτίζω), οἱ πέριξ, οἱ πλησίον οἰκοῦντες, οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 8. 104, Πινδ. ΙΙ. 4. 118, 10, 12, Ν. 6. 40· πρβλ. τὸ ἑπόμενον καὶ ἴδε περικτίονες.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
qui habitent autour, voisins.
Étymologie: ἀμφί, *κτίω, cf. κτίζω.