εὐπρόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπρόσῐτος''': -ον, ἐπὶ τόπου, εἰς ὃν εὐκόλως πλησιάζει τις, «εὐκολοπλησίαστος», Στράβ. 545. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 44. 2) ἐπὶ προσώπων, [[εὐπρόσοδος]], [[εὐπροσήγορος]], Ἐκκλ.· [[εὐάρεστος]], [[εὐχάριστος]] [[ἄνθρωπος]], Μανέθων 5. 288· [[εὐπρόσδεκτος]], Θεόδ. Στουδ. σ 315Β, Ἡσύχ.
|lstext='''εὐπρόσῐτος''': -ον, ἐπὶ τόπου, εἰς ὃν εὐκόλως πλησιάζει τις, «εὐκολοπλησίαστος», Στράβ. 545. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 44. 2) ἐπὶ προσώπων, [[εὐπρόσοδος]], [[εὐπροσήγορος]], Ἐκκλ.· [[εὐάρεστος]], [[εὐχάριστος]] [[ἄνθρωπος]], Μανέθων 5. 288· [[εὐπρόσδεκτος]], Θεόδ. Στουδ. σ 315Β, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />accessible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πρόσειμι]]².
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσῐτος Medium diacritics: εὐπρόσιτος Low diacritics: ευπρόσιτος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: euprósitos Transliteration B: euprositos Transliteration C: efprositos Beta Code: eu)pro/sitos

English (LSJ)

ον,

   A easy of access, of places, Str.12.3.11, Luc.VH2.44.    2 of persons, accessible, affable, agreeable, Gal.Anim.Pass.8, Alex.Aphr.in Top. 531.21, Man.5.288, Gp.2.44.2. Adv. -τως Poll.5.139.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσῐτος: -ον, ἐπὶ τόπου, εἰς ὃν εὐκόλως πλησιάζει τις, «εὐκολοπλησίαστος», Στράβ. 545. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 44. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐπρόσοδος, εὐπροσήγορος, Ἐκκλ.· εὐάρεστος, εὐχάριστος ἄνθρωπος, Μανέθων 5. 288· εὐπρόσδεκτος, Θεόδ. Στουδ. σ 315Β, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accessible.
Étymologie: εὖ, πρόσειμι².