ζευγηλάτης: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζευγηλάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ὁδηγῶν [[ζεῦγος]] βοῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 545, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 8· - θηλ. ζευγηλᾰτρίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 883.
|lstext='''ζευγηλάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ὁδηγῶν [[ζεῦγος]] βοῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 545, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 8· - θηλ. ζευγηλᾰτρίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 883.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />conducteur d’une attelage de chevaux <i>ou</i> de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[ζεῦγος]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}