πότιμος: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πότιμος''': -ον, ([[πότος]], [[πίνω]]) ἐπὶ ὕδατος, καλὸς πρὸς πόσιν, [[γλυκύς]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἁλμυρός]], Ἡρόδ. 8. 22, Ἱππ. 19. 48, Ξεν. κλπ. 2) μεταφ., [[δροσερός]], [[εὐάρεστος]], καρποὶ γλυκεῖς καὶ π. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 12· π. [[λόγος]], ἀντίθετον τῷ ἁλμυρὰ [[ἀκοή]], Πλάτ. Φαῖδρ. 243D· τὰ χρηστὰ καὶ π., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δυσχερῆ καὶ μοχθηρὰ Πλούτ. 2. 169C· ― ἐπὶ προσώπων, [[πρᾶος]], [[ἤπιος]], Θεόκρ. 29. 31, Διογ. Λ. 4. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. σοφῶς καὶ π. Φιλόστρ. 497. | |lstext='''πότιμος''': -ον, ([[πότος]], [[πίνω]]) ἐπὶ ὕδατος, καλὸς πρὸς πόσιν, [[γλυκύς]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἁλμυρός]], Ἡρόδ. 8. 22, Ἱππ. 19. 48, Ξεν. κλπ. 2) μεταφ., [[δροσερός]], [[εὐάρεστος]], καρποὶ γλυκεῖς καὶ π. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 12· π. [[λόγος]], ἀντίθετον τῷ ἁλμυρὰ [[ἀκοή]], Πλάτ. Φαῖδρ. 243D· τὰ χρηστὰ καὶ π., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δυσχερῆ καὶ μοχθηρὰ Πλούτ. 2. 169C· ― ἐπὶ προσώπων, [[πρᾶος]], [[ἤπιος]], Θεόκρ. 29. 31, Διογ. Λ. 4. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. σοφῶς καὶ π. Φιλόστρ. 497. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bon à boire, potable;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> agréable.<br />'''Étymologie:''' [[πότος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (πότος, πίνω) mostly of water,
A drinkable, fresh, Heraclit.61, Hdt.8.22, Hp.Medic.2, X.HG3.2.19; κρήνη Plb.34.9.5: generally, τὰ π. Thphr.Od.65. 2 metaph., fresh, sweet, pleasant, καρποὶ γλυκεῖς καὶ π. Id.CP4.4.12; π. λόγος, opp. ἁλμυρὰ ἀκοή, Pl.Phdr.243d; of the writings of Isoc., Phld.Rh.1.200S., cf. Lib.p.46O. (Comp.); π. δόγματα, ἔννοιαι, Ph.2.275, 1.72; τὰ χρηστὰ καὶ π., opp. τὰ δυσχερῆ καὶ μοχθηρά, Plu.2.469c. b of persons, pleasant, sociable, Theoc.29.31 (Comp.); so also ποτιμώτερον συμπόσιον Hld.3.10. Adv., σοφῶς καὶ π. Philostr. VS1.8.4. 3 porous, λίθος Pl.Lg.947d. 4 watered, irrigated, Apollon.Lex. s.v. πείσεα. 5 = δευτερίας, Dsc.5.6.15.
German (Pape)
[Seite 689] trinkbar; ὕδατα, Her. 8, 22; Xen. Hell. 3, 2, 14, Gegensatz von ἁλμυρός, Arist. u. Folgde; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων, Pol. 5, 62, 4; κρήνη, 34, 9, 5; übertr., λόγος, eine milde, sanfte Rede, Plat. Phaedr. 243 d; vgl. Pittac. bei D. L., φαμὶ δ' ἐγὼ ποτιμώτατον ἔσεσθαι Σόλωνι τὰν νᾶσον, wie Theocr. 29, 31, ποτιμώτερον πέλειν, freundlicher, öfter in späterer Prosa so übertragen gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
πότιμος: -ον, (πότος, πίνω) ἐπὶ ὕδατος, καλὸς πρὸς πόσιν, γλυκύς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἁλμυρός, Ἡρόδ. 8. 22, Ἱππ. 19. 48, Ξεν. κλπ. 2) μεταφ., δροσερός, εὐάρεστος, καρποὶ γλυκεῖς καὶ π. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 12· π. λόγος, ἀντίθετον τῷ ἁλμυρὰ ἀκοή, Πλάτ. Φαῖδρ. 243D· τὰ χρηστὰ καὶ π., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δυσχερῆ καὶ μοχθηρὰ Πλούτ. 2. 169C· ― ἐπὶ προσώπων, πρᾶος, ἤπιος, Θεόκρ. 29. 31, Διογ. Λ. 4. 17· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. σοφῶς καὶ π. Φιλόστρ. 497.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bon à boire, potable;
2 p. ext. agréable.
Étymologie: πότος.