φακός: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰκός''': ὁ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ [[καρπὸς]] τῆς φακῆς, τρώγουσι... συμμεμιγμένους γούρους φακοῖσι Σόλων παρ’ Ἀθην. 645F, Ἡρόδ. 4. 17, κλπ.· ― [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[φακῆ]], [[ἔδεσμα]] ἐκ φακῶν, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθυντ., Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 1, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 4, κλπ.· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] τὸ θηλ. [[φακῆ]] λέγεται ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ ὀσπρίου, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 455. 2) φ. ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, [[φυτόν]] τι φυόμενον εἰς ἕλη, Lemna minor, Διοσκ. 4. 88. ΙΙ. [[πρᾶγμα]] ὅμοιον τὸ [[σχῆμα]] πρὸς ὠμὸν φακόν: 1) φ. [[ὀστράκινος]], πλατὺ [[ἀγγεῖον]] εἰς [[σχῆμα]] φακοῦ πρὸς θέρμανσιν χρήσιμον, Ἱπποκρ. 576. 44, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5· φ. τοῦ ἐλαίου, [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, «λαδικόν», Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Ι΄. 1). 2) [[θήκη]] νεκροῦ, Ἰουστῖν Μάρτ. 3) [[κηλὶς]] ἐπὶ τοῦ σώματος, [[στίγμα]], «ἐλῃά», ἀκροχορδόνες καὶ μιάσματα καὶ φακοὶ πατέρων ἐν παισὶν ἐμφανισθέντες Πλούτ. 2. 563Α· ἐν τῷ προσώπῳ φακὸς τῆς κλίνης περίχαλκον Ἀθήν. 413Β. | |lstext='''φᾰκός''': ὁ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ [[καρπὸς]] τῆς φακῆς, τρώγουσι... συμμεμιγμένους γούρους φακοῖσι Σόλων παρ’ Ἀθην. 645F, Ἡρόδ. 4. 17, κλπ.· ― [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[φακῆ]], [[ἔδεσμα]] ἐκ φακῶν, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθυντ., Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 1, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 4, κλπ.· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] τὸ θηλ. [[φακῆ]] λέγεται ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ ὀσπρίου, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 455. 2) φ. ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, [[φυτόν]] τι φυόμενον εἰς ἕλη, Lemna minor, Διοσκ. 4. 88. ΙΙ. [[πρᾶγμα]] ὅμοιον τὸ [[σχῆμα]] πρὸς ὠμὸν φακόν: 1) φ. [[ὀστράκινος]], πλατὺ [[ἀγγεῖον]] εἰς [[σχῆμα]] φακοῦ πρὸς θέρμανσιν χρήσιμον, Ἱπποκρ. 576. 44, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5· φ. τοῦ ἐλαίου, [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, «λαδικόν», Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Ι΄. 1). 2) [[θήκη]] νεκροῦ, Ἰουστῖν Μάρτ. 3) [[κηλὶς]] ἐπὶ τοῦ σώματος, [[στίγμα]], «ἐλῃά», ἀκροχορδόνες καὶ μιάσματα καὶ φακοὶ πατέρων ἐν παισὶν ἐμφανισθέντες Πλούτ. 2. 563Α· ἐν τῷ προσώπῳ φακὸς τῆς κλίνης περίχαλκον Ἀθήν. 413Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> lentille, <i>plante et graine</i> ; φακὸς [[ἐκ]] [[τῶν]] τελμάτων LUC lentille d’eau ; purée de lentilles;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> tache de rousseur.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> faba. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ ( φακόν, τό, Pap. in Philol.80.340 (s. v.l.)),
A lentil, Ervum Lens, and its fruit, Solon 38.3, Hdt.4.17, IG12.334.7, Thphr.HP8.1.4, Diocl.Fr.117, etc.; φακὸν ἕψειν Theoc.10.54; ἕψημα φακοῦ LXX Ge.25.34; ἀφέψημα φακοῦ Sor. 1.121. b pl. = φακῆ, lentil-soup, Pherecr.67.3, Amphis40, Gal.6.770, Vict.Att.7. 2 φ. ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, duckweed, Lemna minor, Dsc.1.12, 4.87. II anything shaped like lentils: 1 hot-water bottle, POxy.1088.46 (i A. D.); φ. ὀστράκινος Hp.Nat.Mul.34; πυρίη φακῶν τῶν κεραμήων Aret.CA2.5; φ. τοῦ ἐλαίου oil-flask, LXX 1 Ki.10.1; τοῦ ὕδατος ib.26.11. 2 spot on the body, mole, birthmark, PPetr.3p.2, al. (iii B. C.), Dsc.1.13, 5.118, Plu.2.563a, 800e, Gal.11.845, etc. 3 ornament on beds, Theodor.Hierap. ap. Ath.10.413b. (Cf. Albanian baθε 'Vicia Faba'.)
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, 1) die Linsenpflanze u. ihre Frucht, die bes. bei Leichenbegängnissen gegessen wurde; Solon 30; Her. 4, 17 u. A.; Diosc.; dah. τὸν φακὸν ηὐτρέπισαν Nicarch. 26 (XI, 119); – φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, die Wasserlinse, Diosc. – 2) ein linsenförmiges Gefäß, eine flachrunde Wärmflasche, Hippocr. – 3) ein linsenförmiger Fleck am Leibe, Leberfleck, auch Sommersprossen; Medic.; Plut. S. N. V. 21.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰκός: ὁ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπὸς τῆς φακῆς, τρώγουσι... συμμεμιγμένους γούρους φακοῖσι Σόλων παρ’ Ἀθην. 645F, Ἡρόδ. 4. 17, κλπ.· ― ὡσαύτως ὡς τὸ φακῆ, ἔδεσμα ἐκ φακῶν, μάλιστα ἐν τῷ πληθυντ., Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 1, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 4, κλπ.· ἀλλ’ οὐδέποτε τὸ θηλ. φακῆ λέγεται ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ ὀσπρίου, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 455. 2) φ. ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, φυτόν τι φυόμενον εἰς ἕλη, Lemna minor, Διοσκ. 4. 88. ΙΙ. πρᾶγμα ὅμοιον τὸ σχῆμα πρὸς ὠμὸν φακόν: 1) φ. ὀστράκινος, πλατὺ ἀγγεῖον εἰς σχῆμα φακοῦ πρὸς θέρμανσιν χρήσιμον, Ἱπποκρ. 576. 44, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5· φ. τοῦ ἐλαίου, ἀγγεῖον ἐλαίου, «λαδικόν», Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Ι΄. 1). 2) θήκη νεκροῦ, Ἰουστῖν Μάρτ. 3) κηλὶς ἐπὶ τοῦ σώματος, στίγμα, «ἐλῃά», ἀκροχορδόνες καὶ μιάσματα καὶ φακοὶ πατέρων ἐν παισὶν ἐμφανισθέντες Πλούτ. 2. 563Α· ἐν τῷ προσώπῳ φακὸς τῆς κλίνης περίχαλκον Ἀθήν. 413Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 lentille, plante et graine ; φακὸς ἐκ τῶν τελμάτων LUC lentille d’eau ; purée de lentilles;
2 p. anal. tache de rousseur.
Étymologie: DELG cf. lat. faba.