ἰσχυροθώραξ: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχῡροθώραξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχυρὸν θώρακα, Ἡσύχ. ἐν λ. χαλκοχιτώνων. | |lstext='''ἰσχῡροθώραξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχυρὸν θώρακα, Ἡσύχ. ἐν λ. χαλκοχιτώνων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχυροθώραξ]], -ακος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό, στερεό θώρακα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, ἡ,
A gloss on χαλκοχιτώνων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1273] ακος, mit festem Harnisch, Hesych., Erkl. von χαλκοχίτων.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡροθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχυρὸν θώρακα, Ἡσύχ. ἐν λ. χαλκοχιτώνων.
Greek Monolingual
ἰσχυροθώραξ, -ακος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρό, στερεό θώρακα.