λαβδακίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(6_23)
 
(22)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαβδακίζω''': λαβδακισμός, ἴδε ἄρθρ. Λ λ. ἐν ἀρχῇ.
|lstext='''λαβδακίζω''': λαβδακισμός, ἴδε ἄρθρ. Λ λ. ἐν ἀρχῇ.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[λαβδακίζω]])<br />μεταχειρόζομαι [[συχνά]] το Α.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάβδα]], [[κατά]] τα [[ιωτακίζω]], <i>ητακίζω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λαβδακίζω: λαβδακισμός, ἴδε ἄρθρ. Λ λ. ἐν ἀρχῇ.

Greek Monolingual

λαβδακίζω)
μεταχειρόζομαι συχνά το Α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβδα, κατά τα ιωτακίζω, ητακίζω].