φιλόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(45) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόσαρκος''': -ον, παραδεδομένος εἰς τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας, τὴν φιλήδονον καὶ φιλόσαρκον τιμᾶν ζωὴν Βασίλ. Ι, 457, IV, 625C, Γρηγ. Ναζ. Ι, 893C, κλπ. | |lstext='''φῐλόσαρκος''': -ον, παραδεδομένος εἰς τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας, τὴν φιλήδονον καὶ φιλόσαρκον τιμᾶν ζωὴν Βασίλ. Ι, 457, IV, 625C, Γρηγ. Ναζ. Ι, 893C, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά τις σαρκικές ηδονές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>σαρκος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:53, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1285] das Fleisch liebend, fleischlichen Lüsten, sinnlichen Begierden ergeben, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόσαρκος: -ον, παραδεδομένος εἰς τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας, τὴν φιλήδονον καὶ φιλόσαρκον τιμᾶν ζωὴν Βασίλ. Ι, 457, IV, 625C, Γρηγ. Ναζ. Ι, 893C, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τις σαρκικές ηδονές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό-σαρκος].